- υηνία
- ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Ακτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας2. αποκτήνωση λόγω μέθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ- αναλογικά προς τον τ. σῦς* «χοίρος»].
Dictionary of Greek. 2013.